- στρατάρχῃ
- στρατάρχηςgeneral of an armymasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στραταρχείο — το, Ν 1. η έδρα τού στρατάρχη, το γενικό στρατηγείο 2. οι υπηρεσίες που υπόκεινται στη δικαιοδοσία τού στρατάρχη 3. το προσωπικό τών σχετικών με τον στρατάρχη υπηρεσιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρατάρχης. Η λ., στον λόγιο τ. στραταρχεῖον, μαρτυρείται από… … Dictionary of Greek
Μάχη του — Σ. Κατά τη διάρκεια του B’ Παγκόσμιου πόλεμου, από τις 16 Ιουλίου μέχρι τις 10 Αυγούστου του 1941 η σοβιετική στρατιά του στρατάρχη Τιμοσένκο, αντιμετώπισε κοντά στο Σ., τη γερμανική στρατιά του στρατάρχη φον Μποκ με σκοπό να καθυστερήσει την… … Dictionary of Greek
στραταρχικός — ή, ό / στραταρχικός, ή, όν, ΝΑ [στρατάρχης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρατάρχη («στραταρχική ράβδος» ράβδος χαρακτηριστική τού αξιώματος που έχει ο στρατάρχης) αρχ. (για πρόσ.) κατάλληλος για το αξίωμα τού στρατάρχη … Dictionary of Greek
Ανθέμιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αξιωματούχος του Βυζαντίου (αρχές 5ου αι. μ.Χ.). Διετέλεσε πρεσβευτής στην Περσία, μάγιστρος του αυτοκρατορικού οίκου, ύπατος, διοικητής της Ανατολής και πατρίκιος. Την ικανότητά του στα διάφορα αξιώματα μαρτυρεί το… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Κλούγκε, Χανς Γκούντερ φον- — (Hans Gunther von Kluge, 1882 – 1944). Γερμανός στρατάρχης. Διακρίθηκε στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο, όπου και τραυματίστηκε, στη μάχη του Βερντέν (1916). Το 1939, ο Κ. ηγήθηκε της 4ης στρατιάς στις εκστρατείες της Πολωνίας και της Γαλλίας. Το 1941… … Dictionary of Greek
Λόπεθ ντε Μεντόθα, Ινίγκο, μαρκήσιος της Σαντιγιάνα — (Inigo Lopez de Mendoza marques de Santillana, Καριόν ντε λος Κόντες, Καστίλη 1398 – Γκουανταλαχάρα, Καστίλη 1458). Ισπανός ποιητής και ουμανιστής. Ο Λ. ντε Μ., σημαντική προσωπικότητα της εποχής του, συμμετείχε στους πολιτικούς αγώνες εναντίον… … Dictionary of Greek
Σοκολόφσκι, Βασίλι Ντανίλοβιτς — Ρώσος στρατάρχης (1897 1968). Χρημάτισε υπολοχαγός στον τσαρικό στρατό και το 1931 προσχώρησε στο Κομμουνιστικό κόμμα. Υπήρξε αρχηγός του Γενικού Επιτελείου της περιοχής της Μόσχας και με την ιδιότητά του αυτή, συντέλεσε στην ανακατάληψη της… … Dictionary of Greek
εκλέκτορας — Τίτλος –στα γερμανικά Kurfϋrsten– που έφεραν μερικοί από τους ηγεμόνες των γερμανικών κρατών και ορισμένοι εκκλησιαστικοί παράγοντες, οι οποίοι από το 1204 συμμετείχαν στην εκλογή του αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Το έτος αυτό,… … Dictionary of Greek
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek